- αποπεράτωση
- abreuver
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αποπεράτωση — η (AM ἀποπεράτωσις) τελείωμα, αποτέλειωμα, συμπλήρωση … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
Αβέρωφ, Γεώργιος — (Μέτσοβο 1818 – Αλεξάνδρεια 1899). Επιχειρηματίας και εθνικός ευεργέτης. Είκοσι δύο ετών έφυγε από τη γενέτειρά του και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο, απέκτησε κολοσσιαία περιουσία και διέθεσε τεράστια ποσά για… … Dictionary of Greek
Κουνιόνες, Χερόνιμο Γκαρθία ντε- — (Heronimo Garcia de Quinones, 18ος αι.). Ισπανός αρχιτέκτονας. Εργάστηκε το 1755 για την ολοκλήρωση του Κολεγίου των Ιησουιτών, τα σχέδια του οποίου είχε εκπονήσει ο αρχιτέκτονας Χουάν Γκόμεθ ντε Μόρα το 1615. Από το 1746 έως το 1756 ασχολήθηκε… … Dictionary of Greek
Ίσθμια — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.030 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρακίου. Ο οικισμός χτίστηκε μετά την αποπεράτωση της διώρυγας της Κορίνθου, ανατολικά της εισόδου της, στο έδαφος της Στερεάς Ελλάδας. Στην… … Dictionary of Greek
απεργασία — ἀπεργασἰα, η (Α) 1. αποπεράτωση, εκτέλεση 2. (για έργα ζωγραφικής) συμπλήρωση, φινίρισμα 3. το να παράγει, να δημιουργεί, να προξενεί κάποιος κάτι 4. θεραπεία, τρόπος θεραπείας … Dictionary of Greek
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
αποτελείωση — η (AM ἀποτελείωσις) νεοελλ. ολοκλήρωση, αποπεράτωση μιας πράξης αρχ. μσν. το να φθάνει κάποιος ή κάτι στην τελειότητα … Dictionary of Greek
γλύτωμα — το και γλυτωμός, ο [γλυτώνω] 1. απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση 2. αποπεράτωση (κάποιου έργου) 3. (για χρέος) απαλλαγή … Dictionary of Greek
εκπεράτωσις — ἐκπεράτωσις, η (Μ) η αποπεράτωση … Dictionary of Greek
εκποίηση — η (AM ἐκποίησις) πώληση νεοελλ. πώληση όλου τού εμπορεύματος, ξεπούλημα αρχ. 1. αποσπερματισμός 2. παράδοση παιδιού σε κάποιον για υιοθεσία 3. αποπεράτωση οικοδομήματος … Dictionary of Greek